ἐργατίνης — husbandman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίναι — ἐργατίνης husbandman masc nom/voc pl ἐργατίνᾱͅ , ἐργατίνης husbandman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίναις — ἐργατίνης husbandman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίναισι — ἐργατίνης husbandman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίνην — ἐργατίνης husbandman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίνου — ἐργατίνης husbandman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίνα — ἐργατίνᾱ , ἐργατίνης husbandman masc nom/voc/acc dual ἐργατίνης husbandman masc voc sg ἐργατίνᾱ , ἐργατίνης husbandman masc gen sg (doric aeolic) ἐργατίνης husbandman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίνας — ἐργατίνᾱς , ἐργατίνης husbandman masc acc pl ἐργατίνᾱς , ἐργατίνης husbandman masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργατίνης — ὁ, Α φρ. «συνεργατίνης θίασος» όμιλος που αποτελείται από συνεργάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐργατίνης «εργάτης, ιδίως γεωργός»] … Dictionary of Greek